From Wiktionary, the free dictionary
IPA (key ) : /kɾa.ti.ko.piˈo/
Hyphenation: κρα‧τι‧κο‧ποι‧ώ
κρατικοποιώ • (kratikopoió ) (past κρατικοποίησα , passive κρατικοποιούμαι , p‑past κρατικοποιήθηκα , ppp κρατικοποιημένος )
to nationalise ( UK ) , nationalize ( US ) ( take into public ownership )
Antonyms: αποκρατικοποιώ ( apokratikopoió ) , απεθνικοποιώ ( apethnikopoió )
κρατικοποιώ , κρατικοποιούμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
κρατικοποιώ
κρατικοποιήσω
κρατικοποιούμαι
κρατικοποιηθώ
2 sg
κρατικοποιείς
κρατικοποιήσεις
κρατικοποιείσαι
κρατικοποιηθείς
3 sg
κρατικοποιεί
κρατικοποιήσει
κρατικοποιείται
κρατικοποιηθεί
1 pl
κρατικοποιούμε
κρατικοποιήσουμε , [-ομε ]
κρατικοποιούμαστε , κρατικοποιόμαστε
κρατικοποιηθούμε
2 pl
κρατικοποιείτε
κρατικοποιήσετε
κρατικοποιείστε , (κρατικοποιόσαστε )
κρατικοποιηθείτε
3 pl
κρατικοποιούν (ε )
κρατικοποιήσουν (ε )
κρατικοποιούνται
κρατικοποιηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
κρατικοποιούσα
κρατικοποίησα
κρατικοποιούμουν (α ), κρατικοποιόμουν (α )
κρατικοποιήθηκα
2 sg
κρατικοποιούσες
κρατικοποίησες
[κρατικοποιούσουν (α )], κρατικοποιόσουν (α )
κρατικοποιήθηκες
3 sg
κρατικοποιούσε
κρατικοποίησε
κρατικοποιούνταν , κρατικοποιόταν (ε ), {κρατικοποιείτο }
κρατικοποιήθηκε
1 pl
κρατικοποιούσαμε
κρατικοποιήσαμε
κρατικοποιούμασταν , (‑ούμαστε ), κρατικοποιόμασταν , (‑όμαστε )
κρατικοποιηθήκαμε
2 pl
κρατικοποιούσατε
κρατικοποιήσατε
[κρατικοποιούσασταν , (‑ούσαστε )], κρατικοποιόσασταν , (‑όσαστε )
κρατικοποιηθήκατε
3 pl
κρατικοποιούσαν (ε )
κρατικοποίησαν , κρατικοποιήσαν (ε )
κρατικοποιούνταν , κρατικοποιόνταν (ε ), (κρατικοποιόντουσαν ), {κρατικοποιούντο }
κρατικοποιήθηκαν , κρατικοποιηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα κρατικοποιώ ➤
θα κρατικοποιήσω ➤
θα κρατικοποιούμαι ➤
θα κρατικοποιηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα κρατικοποιείς , …
θα κρατικοποιήσεις , …
θα κρατικοποιείσαι , …
θα κρατικοποιηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … κρατικοποιήσει έχω, έχεις, … κρατικοποιημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … κρατικοποιηθεί είμαι , είσαι , … κρατικοποιημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … κρατικοποιήσει είχα, είχες, … κρατικοποιημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … κρατικοποιηθεί ήμουν , ήσουν , … κρατικοποιημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … κρατικοποιήσει θα έχω, θα έχεις, … κρατικοποιημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … κρατικοποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … κρατικοποιημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
κρατικοποίησε
—
κρατικοποιήσου
2 pl
κρατικοποιείτε
κρατικοποιήστε
κρατικοποιείστε
κρατικοποιηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
κρατικοποιώντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας κρατικοποιήσει ➤
κρατικοποιημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
κρατικοποιήσει
κρατικοποιηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.