κουτσομπολιά
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]κουτσομπολιά • (koutsompoliá) n
- nominative plural of κουτσομπολιό (koutsompolió)
- accusative plural of κουτσομπολιό (koutsompolió)
- vocative plural of κουτσομπολιό (koutsompolió)
κουτσομπολιά • (koutsompoliá) n