From Wiktionary, the free dictionary
IPA (key ) : /ku.ɾeˈʎa.zo/
Hyphenation: κου‧ρε‧λιά‧ζω
κουρελιάζω • (koureliázo ) (past κουρέλιασα , passive κουρελιάζομαι )
to rip apart , tear to pieces
( figuratively ) to humble
κουρελιάζω κουρελιάζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
κουρελιάζω
κουρελιάσω
κουρελιάζομαι
κουρελιαστώ
2 sg
κουρελιάζεις
κουρελιάσεις
κουρελιάζεσαι
κουρελιαστείς
3 sg
κουρελιάζει
κουρελιάσει
κουρελιάζεται
κουρελιαστεί
1 pl
κουρελιάζουμε , [‑ομε ]
κουρελιάσουμε , [‑ομε ]
κουρελιαζόμαστε
κουρελιαστούμε
2 pl
κουρελιάζετε
κουρελιάσετε
κουρελιάζεστε , κουρελιαζόσαστε
κουρελιαστείτε
3 pl
κουρελιάζουν (ε )
κουρελιάσουν (ε )
κουρελιάζονται
κουρελιαστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
κουρέλιαζα
κουρέλιασα
κουρελιαζόμουν (α )
κουρελιάστηκα
2 sg
κουρέλιαζες
κουρέλιασες
κουρελιαζόσουν (α )
κουρελιάστηκες
3 sg
κουρέλιαζε
κουρέλιασε
κουρελιαζόταν (ε )
κουρελιάστηκε
1 pl
κουρελιάζαμε
κουρελιάσαμε
κουρελιαζόμασταν , (‑όμαστε )
κουρελιαστήκαμε
2 pl
κουρελιάζατε
κουρελιάσατε
κουρελιαζόσασταν , (‑όσαστε )
κουρελιαστήκατε
3 pl
κουρέλιαζαν , κουρελιάζαν (ε )
κουρέλιασαν , κουρελιάσαν (ε )
κουρελιάζονταν , (κουρελιαζόντουσαν )
κουρελιάστηκαν , κουρελιαστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα κουρελιάζω ➤
θα κουρελιάσω ➤
θα κουρελιάζομαι ➤
θα κουρελιαστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα κουρελιάζεις , …
θα κουρελιάσεις , …
θα κουρελιάζεσαι , …
θα κουρελιαστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … κουρελιάσει έχω, έχεις, … κουρελιασμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … κουρελιαστεί είμαι , είσαι , … κουρελιασμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … κουρελιάσει είχα, είχες, … κουρελιασμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … κουρελιαστεί ήμουν , ήσουν , … κουρελιασμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … κουρελιάσει θα έχω, θα έχεις, … κουρελιασμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … κουρελιαστεί θα είμαι, θα είσαι, … κουρελιασμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
κουρέλιαζε
κουρέλιασε
—
κουρελιάσου
2 pl
κουρελιάζετε
κουρελιάστε
κουρελιάζεστε
κουρελιαστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
κουρελιάζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας κουρελιάσει ➤
κουρελιασμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
κουρελιάσει
κουρελιαστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
see: κουρέλι n ( kouréli , “ old rag ” )