κουραδομηχανές
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]κουραδομηχανές • (kouradomichanés) f
- nominative plural of κουραδομηχανή (kouradomichaní)
- accusative plural of κουραδομηχανή (kouradomichaní)
- vocative plural of κουραδομηχανή (kouradomichaní)
κουραδομηχανές • (kouradomichanés) f