From Wiktionary, the free dictionary
Borrowed from Italian controllare .
IPA (key ) : /kon.droˈla.ɾo/ , /kon.troˈla.ɾo/
Hyphenation: κο‧ντρο‧λά‧ρω
Hyphenation: κον‧τρο‧λά‧ρω
κοντρολάρω • (kontroláro ) (past κοντρολάρισα , passive κοντρολάρομαι )
to control
κοντρολάρω κοντρολάρομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
κοντρολάρω
κοντρολάρω
κοντρολάρομαι
κοντρολαριστώ
2 sg
κοντρολάρεις
κοντρολάρεις
κοντρολάρεσαι
κοντρολαριστείς
3 sg
κοντρολάρει
κοντρολάρει
κοντρολάρεται
κοντρολαριστεί
1 pl
κοντρολάρουμε , [‑ομε ]
κοντρολάρουμε , [‑ομε ]
κοντρολαριζόμαστε
κοντρολαριστούμε
2 pl
κοντρολάρετε
κοντρολάρετε
κοντρολάρεστε , κοντρολαριζόσαστε
κοντρολαριστείτε
3 pl
κοντρολάρουν (ε )
κοντρολάρουν (ε )
κοντρολάρονται
κοντρολαριστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
κοντρολάριζα
κοντρολάρισα
κοντρολαριζόμουν (α )
κοντρολαρίστηκα
2 sg
κοντρολάριζες
κοντρολάρισες
κοντρολαριζόσουν (α )
κοντρολαρίστηκες
3 sg
κοντρολάριζε
κοντρολάρισε
κοντρολαριζόταν (ε )
κοντρολαρίστηκε
1 pl
κοντρολάραμε
κοντρολάραμε
κοντρολαριζόμασταν , (‑όμαστε )
κοντρολαριστήκαμε
2 pl
κοντρολάρατε
κοντρολάρατε
κοντρολαριζόσασταν , (‑όσαστε )
κοντρολαριστήκατε
3 pl
κοντρολάριζαν , κοντρολάραν (ε )
κοντρολάρισαν , κοντρολάραν (ε )
κοντρολάρονταν , (κοντρολαριζόντουσαν )
κοντρολαρίστηκαν , κοντρολαριστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα κοντρολάρω ➤
θα κοντρολάρω ➤
θα κοντρολάρομαι ➤
θα κοντρολαριστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα κοντρολάρεις , …
θα κοντρολάρεις , …
θα κοντρολάρεσαι , …
θα κοντρολαριστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … κοντρολάρει έχω, έχεις, … κοντρολαρισμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … κοντρολαριστεί είμαι , είσαι , … κοντρολαρισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … κοντρολάρει είχα, είχες, … κοντρολαρισμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … κοντρολαριστεί ήμουν , ήσουν , … κοντρολαρισμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … κοντρολάρει θα έχω, θα έχεις, … κοντρολαρισμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … κοντρολαριστεί θα είμαι, θα είσαι, … κοντρολαρισμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
κοντρολάριζε
κοντρολάρισε
—
(κοντρολαρίσου )
2 pl
κοντρολάρετε
κοντρολάρετε
κοντρολάρεστε
κοντρολαριστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
κοντρολάροντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας κοντρολάρει ➤
κοντρολαρισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
κοντρολάρει
κοντρολαριστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.