κεφαλομάντηλα
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]κεφαλομάντηλα • (kefalomántila) n
- nominative plural of κεφαλομάντηλο (kefalomántilo)
- accusative plural of κεφαλομάντηλο (kefalomántilo)
- vocative plural of κεφαλομάντηλο (kefalomántilo)
κεφαλομάντηλα • (kefalomántila) n