καταρρακτωδώς
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from καταρρακτώδ(ης) (katarraktód(is)) + -ώς (-ós).[1]
Adverb
[edit]καταρρακτωδώς • (katarraktodós)
Related terms
[edit]- καταρράκτης m (katarráktis, “torrent”)
- καταρρακτώδης (katarraktódis, “torrential”)
References
[edit]- ^ καταρρακτώδης, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language