καταρράχτης
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]καταρράχτης • (katarráchtis) m (plural καταρράκτες)
- Alternative form of καταρράκτης (katarráktis)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καταρράχτης (katarráchtis) | καταρράχτες (katarráchtes) |
genitive | καταρράχτη (katarráchti) | καταρραχτών (katarrachtón) |
accusative | καταρράχτη (katarráchti) | καταρράχτες (katarráchtes) |
vocative | καταρράχτη (katarráchti) | καταρράχτες (katarráchtes) |