Jump to content

καταρράχτης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

καταρράχτης (katarráchtism (plural καταρράκτες)

  1. Alternative form of καταρράκτης (katarráktis)

Declension

[edit]
Declension of καταρράχτης
singular plural
nominative καταρράχτης (katarráchtis) καταρράχτες (katarráchtes)
genitive καταρράχτη (katarráchti) καταρραχτών (katarrachtón)
accusative καταρράχτη (katarráchti) καταρράχτες (katarráchtes)
vocative καταρράχτη (katarráchti) καταρράχτες (katarráchtes)