καταναγκάζουμε
Appearance
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- καταναγκάζομε (katanagkázome) (formal)
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]καταναγκάζουμε • (katanagkázoume)
- first-person plural present of καταναγκάζω (katanagkázo)
καταναγκάζουμε • (katanagkázoume)