Jump to content

κατήφορος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

κατήφορος (katíforosm (plural κατήφοροι)

  1. decline, descent, downhill

Declension

[edit]
Declension of κατήφορος
singular plural
nominative κατήφορος (katíforos) κατήφοροι (katíforoi)
genitive κατήφορου (katíforou) κατήφορων (katíforon)
accusative κατήφορο (katíforo) κατήφορους (katíforous)
vocative κατήφορε (katífore) κατήφοροι (katíforoi)