κατάλληλες
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]κατάλληλες • (katálliles)
- nominative feminine plural of κατάλληλος (katállilos)
- accusative feminine plural of κατάλληλος (katállilos)
- vocative feminine plural of κατάλληλος (katállilos)
κατάλληλες • (katálliles)