Jump to content

καρυότυπος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ka.ɾiˈo.ti.pos/
  • Hyphenation: κα‧ρυ‧ό‧τυ‧πος

Noun

[edit]

καρυότυπος (karyótyposm (plural καρυότυποι)

  1. (genetics) karyotype

Declension

[edit]
Declension of καρυότυπος
singular plural
nominative καρυότυπος (karyótypos) καρυότυποι (karyótypoi)
genitive καρυότυπου (karyótypou)
καρυοτύπου (karyotýpou)
καρυότυπων (karyótypon)
καρυοτύπων (karyotýpon)
accusative καρυότυπο (karyótypo) καρυότυπους (karyótypous)
καρυοτύπους (karyotýpous)
vocative καρυότυπε (karyótype) καρυότυποι (karyótypoi)

Second forms are formal.