Jump to content

κανονισμός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek κανονισμός (kanonismós).

Noun

[edit]

κανονισμός (kanonismósm

  1. regulation, bylaw

Declension

[edit]
Declension of κανονισμός
singular plural
nominative κανονισμός (kanonismós) κανονισμοί (kanonismoí)
genitive κανονισμού (kanonismoú) κανονισμών (kanonismón)
accusative κανονισμό (kanonismó) κανονισμούς (kanonismoús)
vocative κανονισμέ (kanonismé) κανονισμοί (kanonismoí)