From Wiktionary, the free dictionary
Borrowed from French camoufl(er) + -άρω .
IPA (key ) : /ka.muˈfla.ɾo/
Hyphenation: κα‧μου‧φλά‧ρω
καμουφλάρω • (kamoufláro ) (past καμουφλάρισα , passive καμουφλάρομαι )
to camouflage
καμουφλάρω καμουφλάρομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
καμουφλάρω
καμουφλάρω
καμουφλάρομαι
καμουφλαριστώ
2 sg
καμουφλάρεις
καμουφλάρεις
καμουφλάρεσαι
καμουφλαριστείς
3 sg
καμουφλάρει
καμουφλάρει
καμουφλάρεται
καμουφλαριστεί
1 pl
καμουφλάρουμε , [‑ομε ]
καμουφλάρουμε , [‑ομε ]
καμουφλαριζόμαστε
καμουφλαριστούμε
2 pl
καμουφλάρετε
καμουφλάρετε
καμουφλάρεστε , καμουφλαριζόσαστε
καμουφλαριστείτε
3 pl
καμουφλάρουν (ε )
καμουφλάρουν (ε )
καμουφλάρονται
καμουφλαριστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
καμουφλάριζα
καμουφλάρισα
καμουφλαριζόμουν (α )
καμουφλαρίστηκα
2 sg
καμουφλάριζες
καμουφλάρισες
καμουφλαριζόσουν (α )
καμουφλαρίστηκες
3 sg
καμουφλάριζε
καμουφλάρισε
καμουφλαριζόταν (ε )
καμουφλαρίστηκε
1 pl
καμουφλάραμε
καμουφλάραμε
καμουφλαριζόμασταν , (‑όμαστε )
καμουφλαριστήκαμε
2 pl
καμουφλάρατε
καμουφλάρατε
καμουφλαριζόσασταν , (‑όσαστε )
καμουφλαριστήκατε
3 pl
καμουφλάριζαν , καμουφλάραν (ε )
καμουφλάρισαν , καμουφλάραν (ε )
καμουφλάρονταν , (καμουφλαριζόντουσαν )
καμουφλαρίστηκαν , καμουφλαριστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα καμουφλάρω ➤
θα καμουφλάρω ➤
θα καμουφλάρομαι ➤
θα καμουφλαριστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα καμουφλάρεις , …
θα καμουφλάρεις , …
θα καμουφλάρεσαι , …
θα καμουφλαριστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … καμουφλάρει έχω, έχεις, … καμουφλαρισμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … καμουφλαριστεί είμαι , είσαι , … καμουφλαρισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … καμουφλάρει είχα, είχες, … καμουφλαρισμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … καμουφλαριστεί ήμουν , ήσουν , … καμουφλαρισμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … καμουφλάρει θα έχω, θα έχεις, … καμουφλαρισμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … καμουφλαριστεί θα είμαι, θα είσαι, … καμουφλαρισμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
καμουφλάριζε
καμουφλάρισε
—
(καμουφλαρίσου )
2 pl
καμουφλάρετε
καμουφλάρετε
καμουφλάρεστε
καμουφλαριστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
καμουφλάροντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας καμουφλάρει ➤
καμουφλαρισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
καμουφλάρει
καμουφλαριστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.