Jump to content

καθρέπτης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

καθρέπτης (kathréptism (plural καθρέπτες)

  1. Alternative form of καθρέφτης (kathréftis)

Declension

[edit]
Declension of καθρέπτης
singular plural
nominative καθρέπτης (kathréptis) καθρέπτες (kathréptes)
genitive καθρέπτη (kathrépti) καθρεπτών (kathreptón)
accusative καθρέπτη (kathrépti) καθρέπτες (kathréptes)
vocative καθρέπτη (kathrépti) καθρέπτες (kathréptes)