Jump to content

καγκελάριος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

καγκελάριος (kagkeláriosm (plural καγκελάριοι)

  1. chancellor

Declension

[edit]
Declension of καγκελάριος
singular plural
nominative καγκελάριος (kagkelários) καγκελάριοι (kagkelárioi)
genitive καγκελάριου (kagkeláriou)
καγκελαρίου (kagkelaríou)
καγκελάριων (kagkelárion)
καγκελαρίων (kagkelaríon)
accusative καγκελάριο (kagkelário) καγκελάριους (kagkelárious)
καγκελαρίους (kagkelaríous)
vocative καγκελάριε (kagkelárie) καγκελάριοι (kagkelárioi)

Second forms are formal. 

See also

[edit]