Jump to content

ιστοχώρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ιστοχώρος (istochórosm (plural ιστοχώροι)

  1. (Internet) web site

Declension

[edit]
Declension of ιστοχώρος
singular plural
nominative ιστοχώρος (istochóros) ιστοχώροι (istochóroi)
genitive ιστοχώρου (istochórou) ιστοχώρων (istochóron)
accusative ιστοχώρο (istochóro) ιστοχώρους (istochórous)
vocative ιστοχώρε (istochóre) ιστοχώροι (istochóroi)

Synonyms

[edit]
[edit]

Further reading

[edit]