ιριδίζουσες πέστροφες
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ιριδίζουσες πέστροφες • (iridízouses péstrofes) f
- Plural form of ιριδίζουσα πέστροφα (iridízousa péstrofa).
ιριδίζουσες πέστροφες • (iridízouses péstrofes) f