Jump to content

ιερομόναχος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]

IPA: [ieroˈmonaxos]

Noun

[edit]

ιερομόναχος (ieromónachosm (plural ιερομόναχοι)

  1. (orthodoxy, religion) hieromonk, ordained monk

Declension

[edit]
Declension of ιερομόναχος
singular plural
nominative ιερομόναχος (ieromónachos) ιερομόναχοι (ieromónachoi)
genitive ιερομονάχου (ieromonáchou) ιερομονάχων (ieromonáchon)
accusative ιερομόναχο (ieromónacho) ιερομονάχους (ieromonáchous)
vocative ιερομόναχε (ieromónache) ιερομόναχοι (ieromónachoi)