Jump to content

ιδιωματισμός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ιδιωματισμός (idiomatismósm (plural ιδιωματισμοί)

  1. (linguistics) idiom
  2. (linguistics) locution
  3. (figuratively) style (of design, fashion, etc)

Declension

[edit]
Declension of ιδιωματισμός
singular plural
nominative ιδιωματισμός (idiomatismós) ιδιωματισμοί (idiomatismoí)
genitive ιδιωματισμού (idiomatismoú) ιδιωματισμών (idiomatismón)
accusative ιδιωματισμό (idiomatismó) ιδιωματισμούς (idiomatismoús)
vocative ιδιωματισμέ (idiomatismé) ιδιωματισμοί (idiomatismoí)

Synonyms

[edit]
[edit]