ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής • (ideopsychanagkastikís diatarachís) f
- genitive singular of ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή (ideopsychanagkastikí diatarachí)
ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής • (ideopsychanagkastikís diatarachís) f