ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής • (ideopsychanagkastikís diatarachís) f
- Genitive singular form of ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή (ideopsychanagkastikí diatarachí).