θώπεκας
Appearance
Pontic Greek
[edit]Etymology
[edit]Inherited from an unattested Byzantine Greek blend of θώς (thṓs, “jackal”) + ἀλώπηξ (alṓpēx, “fox”). Old Armenian թեպեկ (tʻepek), թոբէկ (tʻobēk) is borrowed from the same source.
Noun
[edit]θώπεκας (thópekas) m (plural θωπεκάντ' or θωπέκ') (Ophitic, Sourmena, Trapezounta, Chaldia)
Alternative forms
[edit]- θέπεκας m (thépekas) — Kotyora, Trapezounta, Chaldia
- θωπέκης m (thopékis) — Sourmena
- θεπέκ n (thepék)
References
[edit]More information
- Ioannídis, Sávvas (1870) Ιστορία και στατιστική Τραπεζούντος και της περί ταύτην χώρας ως και τα περί της ενταύθα ελληνικής γλώσσης (in Greek), Constantinople: Τυπογρ. Ι. Α. Βρετού, page ιεʹ
- Παπαδόπουλος, Άνθιμος (1946) “Γλωσσικαί έρευναι”, in Αρχείον Πόντου (in Greek), volume 12, Athens, pages 16–17
- Papadópoulos, Ánthimos (1958–1961) “θώπεκας”, in Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου [An historical dictionary of the Pontic dialect] (Παράρτημα περιοδικού «Αρχείον Πόντου»; 3), Athens: Myrtidis, page 361b
- Παρχαρίδης, Ιωάννης (1883–1884) “Συλλογή ζώντων μνημείων της αρχαίας ελληνικής γλώσσης εν Όφει [Collection of living documents of the Ancient Greek language in Ophis]”, in Ο εν Κωνσταντινουπόλει Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος: Σύγγραμμα περιοδικόν[1] (in Greek), volume 18, page 136b of 118–178
- The template Template:R:pnt:Asan does not use the parameter(s):
1=θέπεκο
Please see Module:checkparams for help with this warning.Asan, Ömer (2000) Pontos Kültürü (in Turkish), 2nd edition, Istanbul: Belge Yayınları, page 353a - Meyer, Gustav (1895) Neugriechische Studien. IV (Sitzungsberichte der Kaiserlichen Akademie der Wissenschaften in Wien, Philosophisch-Historische Classe; 132) (in German), Vienna, page 10, footnote 1
- Oeconomides, D. E. (1908) Lautlehre des Pontischen (in German), Leipzig: A. Deichert'sche Verlagsbuchhandlung Nachf., pages 20, 123
- Tursun, Vahit (2021) “θώπεκας”, in Romeika – Türkçe Sözlük : Trabzon Rumcası, 2nd edition, Istanbul: Heyamola Yayınları, page 274b