Jump to content

θερμοσίφωνας

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

θερμοσίφωνας (thermosífonasm (plural θερμοσίφωνες)

  1. water heater

Declension

[edit]
Declension of θερμοσίφωνας
singular plural
nominative θερμοσίφωνας (thermosífonas) θερμοσίφωνες (thermosífones)
genitive θερμοσίφωνα (thermosífona) θερμοσιφώνων (thermosifónon)
accusative θερμοσίφωνα (thermosífona) θερμοσίφωνες (thermosífones)
vocative θερμοσίφωνα (thermosífona) θερμοσίφωνες (thermosífones)

Derived terms

[edit]