ηλιοτροπισμός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ηλιοτροπισμός (iliotropismósm (plural ηλιοτροπισμοί)

  1. (biology) heliotropism

Declension

[edit]
singular plural
nominative ηλιοτροπισμός (iliotropismós) ηλιοτροπισμοί (iliotropismoí)
genitive ηλιοτροπισμού (iliotropismoú) ηλιοτροπισμών (iliotropismón)
accusative ηλιοτροπισμό (iliotropismó) ηλιοτροπισμούς (iliotropismoús)
vocative ηλιοτροπισμέ (iliotropismé) ηλιοτροπισμοί (iliotropismoí)

Synonyms

[edit]
[edit]