Jump to content

ηλεκτροφωτισμός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ηλεκτροφωτισμός (ilektrofotismósm (plural ηλεκτροφωτισμοί)

  1. (building) electric lighting, electric light

Declension

[edit]
singular plural
nominative ηλεκτροφωτισμός (ilektrofotismós) ηλεκτροφωτισμοί (ilektrofotismoí)
genitive ηλεκτροφωτισμού (ilektrofotismoú) ηλεκτροφωτισμών (ilektrofotismón)
accusative ηλεκτροφωτισμό (ilektrofotismó) ηλεκτροφωτισμούς (ilektrofotismoús)
vocative ηλεκτροφωτισμέ (ilektrofotismé) ηλεκτροφωτισμοί (ilektrofotismoí)

Synonyms

[edit]
[edit]