ηλεκτροφωτισμός
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]ηλεκτροφωτισμός • (ilektrofotismós) m (plural ηλεκτροφωτισμοί)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ηλεκτροφωτισμός (ilektrofotismós) | ηλεκτροφωτισμοί (ilektrofotismoí) |
genitive | ηλεκτροφωτισμού (ilektrofotismoú) | ηλεκτροφωτισμών (ilektrofotismón) |
accusative | ηλεκτροφωτισμό (ilektrofotismó) | ηλεκτροφωτισμούς (ilektrofotismoús) |
vocative | ηλεκτροφωτισμέ (ilektrofotismé) | ηλεκτροφωτισμοί (ilektrofotismoí) |
Synonyms
[edit]- ηλεκτροφώτιση f (ilektrofótisi)
Related terms
[edit]- ηλεκτροφωτίζω (ilektrofotízo, “to light electrically”)
- and see: ηλεκτρισμός m (ilektrismós, “electricity”)