ηλεκτροφωτίζομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]ηλεκτροφωτίζομαι • (ilektrofotízomai) passive (past ηλεκτροφωτίστηκα, active ηλεκτροφωτίζω)
- passive of ηλεκτροφωτίζω (ilektrofotízo)
Conjugation
[edit]This verb needs an inflection-table template.