Jump to content

ηλεκτροεπιμεταλλώσεως

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ηλεκτροεπιμεταλλώσεως (ilektroepimetallóseosf

  1. genitive singular of ηλεκτροεπιμετάλλωση (ilektroepimetállosi)