εφημερίδες
Appearance
See also: ἐφημερίδες
Greek
[edit]Noun
[edit]εφημερίδες • (efimerídes) f
- nominative plural of εφημερίδα (efimerída)
- accusative plural of εφημερίδα (efimerída)
- vocative plural of εφημερίδα (efimerída)
εφημερίδες • (efimerídes) f