Jump to content

ευκάλυπτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ευκάλυπτος (efkályptosm (plural ευκάλυπτοι)

  1. eucalyptus

Declension

[edit]
Declension of ευκάλυπτος
singular plural
nominative ευκάλυπτος (efkályptos) ευκάλυπτοι (efkályptoi)
genitive ευκάλυπτου (efkályptou)
ευκαλύπτου (efkalýptou)
ευκάλυπτων (efkálypton)
ευκαλύπτων (efkalýpton)
accusative ευκάλυπτο (efkálypto) ευκάλυπτους (efkályptous)
ευκαλύπτους (efkalýptous)
vocative ευκάλυπτε (efkálypte) ευκάλυπτοι (efkályptoi)

Second forms are formal. 

Further reading

[edit]