|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
επιδοκιμάζω
|
επιδοκιμάσω
|
επιδοκιμάζομαι
|
επιδοκιμαστώ, επιδοκιμασθώ
|
2 sg
|
επιδοκιμάζεις
|
επιδοκιμάσεις
|
επιδοκιμάζεσαι
|
επιδοκιμαστείς, επιδοκιμασθείς
|
3 sg
|
επιδοκιμάζει
|
επιδοκιμάσει
|
επιδοκιμάζεται
|
επιδοκιμαστεί, επιδοκιμασθεί
|
|
1 pl
|
επιδοκιμάζουμε, [‑ομε]
|
επιδοκιμάσουμε, [‑ομε]
|
επιδοκιμαζόμαστε
|
επιδοκιμαστούμε, επιδοκιμασθούμε
|
2 pl
|
επιδοκιμάζετε
|
επιδοκιμάσετε
|
επιδοκιμάζεστε, επιδοκιμαζόσαστε
|
επιδοκιμαστείτε, επιδοκιμασθείτε
|
3 pl
|
επιδοκιμάζουν(ε)
|
επιδοκιμάσουν(ε)
|
επιδοκιμάζονται
|
επιδοκιμαστούν(ε), επιδοκιμασθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
επιδοκίμαζα
|
επιδοκίμασα
|
επιδοκιμαζόμουν(α)
|
επιδοκιμάστηκα, επιδοκιμάσθηκα
|
2 sg
|
επιδοκίμαζες
|
επιδοκίμασες
|
επιδοκιμαζόσουν(α)
|
επιδοκιμάστηκες, επιδοκιμάσθηκες
|
3 sg
|
επιδοκίμαζε
|
επιδοκίμασε
|
επιδοκιμαζόταν(ε)
|
επιδοκιμάστηκε, επιδοκιμάσθηκε
|
|
1 pl
|
επιδοκιμάζαμε
|
επιδοκιμάσαμε
|
επιδοκιμαζόμασταν, (‑όμαστε)
|
επιδοκιμαστήκαμε, επιδοκιμασθήκαμε
|
2 pl
|
επιδοκιμάζατε
|
επιδοκιμάσατε
|
επιδοκιμαζόσασταν, (‑όσαστε)
|
επιδοκιμαστήκατε, επιδοκιμασθήκατε
|
3 pl
|
επιδοκίμαζαν, επιδοκιμάζαν(ε)
|
επιδοκίμασαν, επιδοκιμάσαν(ε)
|
επιδοκιμάζονταν, (επιδοκιμαζόντουσαν)
|
επιδοκιμάστηκαν, επιδοκιμαστήκαν(ε), επιδοκιμάσθηκαν, επιδοκιμασθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα επιδοκιμάζω ➤
|
θα επιδοκιμάσω ➤
|
θα επιδοκιμάζομαι ➤
|
θα επιδοκιμαστώ / επιδοκιμασθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα επιδοκιμάζεις, …
|
θα επιδοκιμάσεις, …
|
θα επιδοκιμάζεσαι, …
|
θα επιδοκιμαστείς / επιδοκιμασθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … επιδοκιμάσει έχω, έχεις, … επιδοκιμασμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … επιδοκιμαστεί / επιδοκιμασθεί είμαι, είσαι, … επιδοκιμασμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … επιδοκιμάσει είχα, είχες, … επιδοκιμασμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … επιδοκιμαστεί / επιδοκιμασθεί ήμουν, ήσουν, … επιδοκιμασμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … επιδοκιμάσει θα έχω, θα έχεις, … επιδοκιμασμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … επιδοκιμαστεί / επιδοκιμασθεί θα είμαι, θα είσαι, … επιδοκιμασμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
επιδοκίμαζε
|
επιδοκίμασε
|
—
|
επιδοκιμάσου
|
2 pl
|
επιδοκιμάζετε
|
επιδοκιμάστε
|
επιδοκιμάζεστε
|
επιδοκιμαστείτε, επιδοκιμασθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
επιδοκιμάζοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας επιδοκιμάσει ➤
|
επιδοκιμασμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
επιδοκιμάσει
|
επιδοκιμαστεί, επιδοκιμασθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• Passive forms with -σθ- are formal. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|