From Wiktionary, the free dictionary
επι- ( epi- ) + δοκιμάζω ( dokimázo )
IPA (key ) : /e.pi.ðo.ciˈma.zo/
Hyphenation: ε‧πι‧δο‧κι‧μά‧ζω
επιδοκιμάζω • (epidokimázo ) (past επιδοκίμασα , passive επιδοκιμάζομαι )
to approve , endorse , commend
επιδοκιμάζω επιδοκιμάζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
επιδοκιμάζω
επιδοκιμάσω
επιδοκιμάζομαι
επιδοκιμαστώ , επιδοκιμασθώ
2 sg
επιδοκιμάζεις
επιδοκιμάσεις
επιδοκιμάζεσαι
επιδοκιμαστείς , επιδοκιμασθείς
3 sg
επιδοκιμάζει
επιδοκιμάσει
επιδοκιμάζεται
επιδοκιμαστεί , επιδοκιμασθεί
1 pl
επιδοκιμάζουμε , [‑ομε ]
επιδοκιμάσουμε , [‑ομε ]
επιδοκιμαζόμαστε
επιδοκιμαστούμε , επιδοκιμασθούμε
2 pl
επιδοκιμάζετε
επιδοκιμάσετε
επιδοκιμάζεστε , επιδοκιμαζόσαστε
επιδοκιμαστείτε , επιδοκιμασθείτε
3 pl
επιδοκιμάζουν (ε )
επιδοκιμάσουν (ε )
επιδοκιμάζονται
επιδοκιμαστούν (ε ), επιδοκιμασθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
επιδοκίμαζα
επιδοκίμασα
επιδοκιμαζόμουν (α )
επιδοκιμάστηκα , επιδοκιμάσθηκα
2 sg
επιδοκίμαζες
επιδοκίμασες
επιδοκιμαζόσουν (α )
επιδοκιμάστηκες , επιδοκιμάσθηκες
3 sg
επιδοκίμαζε
επιδοκίμασε
επιδοκιμαζόταν (ε )
επιδοκιμάστηκε , επιδοκιμάσθηκε
1 pl
επιδοκιμάζαμε
επιδοκιμάσαμε
επιδοκιμαζόμασταν , (‑όμαστε )
επιδοκιμαστήκαμε , επιδοκιμασθήκαμε
2 pl
επιδοκιμάζατε
επιδοκιμάσατε
επιδοκιμαζόσασταν , (‑όσαστε )
επιδοκιμαστήκατε , επιδοκιμασθήκατε
3 pl
επιδοκίμαζαν , επιδοκιμάζαν (ε )
επιδοκίμασαν , επιδοκιμάσαν (ε )
επιδοκιμάζονταν , (επιδοκιμαζόντουσαν )
επιδοκιμάστηκαν , επιδοκιμαστήκαν (ε ), επιδοκιμάσθηκαν , επιδοκιμασθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα επιδοκιμάζω ➤
θα επιδοκιμάσω ➤
θα επιδοκιμάζομαι ➤
θα επιδοκιμαστώ / επιδοκιμασθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα επιδοκιμάζεις , …
θα επιδοκιμάσεις , …
θα επιδοκιμάζεσαι , …
θα επιδοκιμαστείς / επιδοκιμασθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … επιδοκιμάσει έχω, έχεις, … επιδοκιμασμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … επιδοκιμαστεί / επιδοκιμασθεί είμαι , είσαι , … επιδοκιμασμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … επιδοκιμάσει είχα, είχες, … επιδοκιμασμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … επιδοκιμαστεί / επιδοκιμασθεί ήμουν , ήσουν , … επιδοκιμασμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … επιδοκιμάσει θα έχω, θα έχεις, … επιδοκιμασμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … επιδοκιμαστεί / επιδοκιμασθεί θα είμαι, θα είσαι, … επιδοκιμασμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
επιδοκίμαζε
επιδοκίμασε
—
επιδοκιμάσου
2 pl
επιδοκιμάζετε
επιδοκιμάστε
επιδοκιμάζεστε
επιδοκιμαστείτε , επιδοκιμασθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
επιδοκιμάζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας επιδοκιμάσει ➤
επιδοκιμασμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
επιδοκιμάσει
επιδοκιμαστεί , επιδοκιμασθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• Passive forms with -σθ - are formal. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.