εξωτερικά
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]εξωτερικά • (exoteriká)
- nominative/accusative/vocative neuter plural of εξωτερικός (exoterikós)
Adverb
[edit]εξωτερικά • (exoteriká)
References
[edit]- εξωτερικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language