Jump to content

εξομολογητής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Noun

[edit]

εξομολογητής (exomologitísm (plural εξομολογητές, feminine εξομολογήτρια)

  1. confessor
    Synonym: ομολογητής (omologitís)

Declension

[edit]
Declension of εξομολογητής
singular plural
nominative εξομολογητής (exomologitís) εξομολογητές (exomologités)
genitive εξομολογητή (exomologití) εξομολογητών (exomologitón)
accusative εξομολογητή (exomologití) εξομολογητές (exomologités)
vocative εξομολογητή (exomologití) εξομολογητές (exomologités)
[edit]