From Wiktionary, the free dictionary
From Ancient Greek ἐξαναγκάζω ( exanankázō ) .
IPA (key ) : /e.ksa.naŋˈɡa.zo/
Hyphenation: ε‧ξα‧να‧γκά‧ζω
Old Hyphenation: εξ‧α‧να‧γκά‧ζω
εξαναγκάζω • (exanagkázo ) (past εξανάγκασα , passive εξαναγκάζομαι )
to compel , force
εξαναγκάζω εξαναγκάζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
εξαναγκάζω
εξαναγκάσω
εξαναγκάζομαι
εξαναγκαστώ , εξαναγκασθώ 1
2 sg
εξαναγκάζεις
εξαναγκάσεις
εξαναγκάζεσαι
εξαναγκαστείς , εξαναγκασθείς
3 sg
εξαναγκάζει
εξαναγκάσει
εξαναγκάζεται
εξαναγκαστεί , εξαναγκασθεί
1 pl
εξαναγκάζουμε , [‑ομε ]
εξαναγκάσουμε , [‑ομε ]
εξαναγκαζόμαστε
εξαναγκαστούμε , εξαναγκασθούμε
2 pl
εξαναγκάζετε
εξαναγκάσετε
εξαναγκάζεστε , εξαναγκαζόσαστε
εξαναγκαστείτε , εξαναγκασθείτε
3 pl
εξαναγκάζουν (ε )
εξαναγκάσουν (ε )
εξαναγκάζονται
εξαναγκαστούν (ε ), εξαναγκασθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
εξανάγκαζα
εξανάγκασα
εξαναγκαζόμουν (α )
εξαναγκάστηκα , εξαναγκάσθηκα 1
2 sg
εξανάγκαζες
εξανάγκασες
εξαναγκαζόσουν (α )
εξαναγκάστηκες , εξαναγκάσθηκες
3 sg
εξανάγκαζε
εξανάγκασε
εξαναγκαζόταν (ε )
εξαναγκάστηκε , εξαναγκάσθηκε
1 pl
εξαναγκάζαμε
εξαναγκάσαμε
εξαναγκαζόμασταν , (‑όμαστε )
εξαναγκαστήκαμε , εξαναγκασθήκαμε
2 pl
εξαναγκάζατε
εξαναγκάσατε
εξαναγκαζόσασταν , (‑όσαστε )
εξαναγκαστήκατε , εξαναγκασθήκατε
3 pl
εξανάγκαζαν , εξαναγκάζαν (ε )
εξανάγκασαν , εξαναγκάσαν (ε )
εξαναγκάζονταν , (εξαναγκαζόντουσαν )
εξαναγκάστηκαν , εξαναγκαστήκαν (ε ), εξαναγκάσθηκαν , εξαναγκασθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα εξαναγκάζω ➤
θα εξαναγκάσω ➤
θα εξαναγκάζομαι ➤
θα εξαναγκαστώ / εξαναγκασθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα εξαναγκάζεις , …
θα εξαναγκάσεις , …
θα εξαναγκάζεσαι , …
θα εξαναγκαστείς / εξαναγκασθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … εξαναγκάσει έχω, έχεις, … εξαναγκασμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … εξαναγκαστεί / εξαναγκασθεί είμαι , είσαι , … εξαναγκασμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … εξαναγκάσει είχα, είχες, … εξαναγκασμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … εξαναγκαστεί / εξαναγκασθεί ήμουν , ήσουν , … εξαναγκασμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … εξαναγκάσει θα έχω, θα έχεις, … εξαναγκασμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … εξαναγκαστεί / εξαναγκασθεί θα είμαι, θα είσαι, … εξαναγκασμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
εξανάγκαζε
εξανάγκασε
—
εξαναγκάσου
2 pl
εξαναγκάζετε
εξαναγκάστε
εξαναγκάζεστε
εξαναγκαστείτε , εξαναγκασθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
εξαναγκάζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας εξαναγκάσει ➤
εξαναγκασμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
εξαναγκάσει
εξαναγκαστεί , εξαναγκασθεί
Notes Appendix:Greek verbs
1. The passive forms with -σθ - are formal. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
and see: ανάγκη f ( anágki , “ necessity ” )