ενωτικά
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]ενωτικά • (enotiká)
- nominative/accusative/vocative neuter singular of ενωτικός (enotikós)
Noun
[edit]ενωτικά • (enotiká) n
- nominative/accusative/vocative plural of ενωτικό (enotikó)
ενωτικά • (enotiká)
ενωτικά • (enotiká) n