ενρινότητες
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]ενρινότητες • (enrinótites) f
- Nominative, accusative and vocative plural form of ενρινότητα (enrinótita).
Alternative forms
[edit]- ερρινότητες (errinótites)
ενρινότητες • (enrinótites) f