ενδοκρινής αδένας
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ενδοκρινής αδένας • (endokrinís adénas) m (plural ενδοκρινείς αδένες)
Related terms
[edit]- see: ενδοκρινολογία f (endokrinología, “endocrinology”)
ενδοκρινής αδένας • (endokrinís adénas) m (plural ενδοκρινείς αδένες)