Jump to content

εμφύλιος πόλεμος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

εμφύλιος πόλεμος (emfýlios pólemosm (plural εμφύλιοι πόλεμοι)

  1. civil war
    Αγγλικός Εμφύλιος ΠόλεμοςAnglikós Emfýlios PólemosEnglish Civil War
    Ελληνικός Εμφύλιος ΠόλεμοςEllinikós Emfýlios PólemosGreek Civil War

Declension

[edit]
see: εμφύλιος (emfýlios) and πόλεμος (pólemos)