εκτυπώνω
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]εκτυπώνω • (ektypóno) (past εκτύπωσα, passive εκτυπώνομαι, p‑past εκτυπώθηκα, ppp εκτυπωμένος)
- to print
Conjugation
[edit]This verb needs an inflection-table template.
εκτυπώνω • (ektypóno) (past εκτύπωσα, passive εκτυπώνομαι, p‑past εκτυπώθηκα, ppp εκτυπωμένος)
This verb needs an inflection-table template.