εκτοξεύομαι
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]εκτοξεύομαι • (ektoxévomai) passive (past εκτοξεύτηκα/εκτοξεύθηκα, ppp εκτοξευμένος, active εκτοξεύω)
- passive of εκτοξεύω (ektoxévo)
- (figuratively, of prices) to skyrocket
- Οι τιμές έχουν εκτοξευθεί. ― Oi timés échoun ektoxeftheí. ― Prices have skyrocketed.
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form
References
[edit]- εκτοξεύομαι, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language