εκτελεστικά αποσπάσματα
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]εκτελεστικά αποσπάσματα • (ektelestiká apospásmata) n
- nominative/accusative/vocative plural of εκτελεστικό απόσπασμα (ektelestikó apóspasma)
εκτελεστικά αποσπάσματα • (ektelestiká apospásmata) n