Jump to content

εκπατρισμός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from εκπατρίζομαι (ekpatrízomai) +‎ -μός (-mós).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ek.pa.tɾiˈzmos/
  • Hyphenation: εκ‧πα‧τρι‧σμός

Noun

[edit]

εκπατρισμός (ekpatrismósm (plural εκπατρισμοί)

  1. expatriation
    Antonym: επαναπατρισμός m (epanapatrismós)

Declension

[edit]
Declension of εκπατρισμός
singular plural
nominative εκπατρισμός (ekpatrismós) εκπατρισμοί (ekpatrismoí)
genitive εκπατρισμού (ekpatrismoú) εκπατρισμών (ekpatrismón)
accusative εκπατρισμό (ekpatrismó) εκπατρισμούς (ekpatrismoús)
vocative εκπατρισμέ (ekpatrismé) εκπατρισμοί (ekpatrismoí)

References

[edit]
  1. ^ εκπατρισμός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language

Further reading

[edit]