εθνικότητες
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]εθνικότητες • (ethnikótites) f
- nominative plural of εθνικότητα (ethnikótita)
- accusative plural of εθνικότητα (ethnikótita)
- vocative plural of εθνικότητα (ethnikótita)
εθνικότητες • (ethnikótites) f