δούλους
Appearance
Ancient Greek
[edit]Noun
[edit]δούλους • (doúlous)
- accusative plural of δοῦλος (doûlos)
- 460 BCE – 420 BCE, Herodotus, Histories 4.2.1:
- Τοὺς δὲ δούλους οἱ Σκύθαι πάντας τυφλοῦσι τοῦ γάλακτος εἵνεκεν τοῦ πίνουσι ποιεῦντες ὧδε.
- Toùs dè doúlous hoi Skúthai pántas tuphloûsi toû gálaktos heíneken toû pínousi poieûntes hôde.
- Now the Scythians blind all their slaves, to use them in preparing their milk.
- Τοὺς δὲ δούλους οἱ Σκύθαι πάντας τυφλοῦσι τοῦ γάλακτος εἵνεκεν τοῦ πίνουσι ποιεῦντες ὧδε.
Greek
[edit]Noun
[edit]δούλους • (doúlous) m pl
- accusative plural of δούλος (doúlos)