διφθογγισμός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]διφθογγισμός • (difthongismós) m (uncountable)
Declension
[edit] διφθογγισμός
case \ number | singular |
---|---|
nominative | διφθογγισμός • |
genitive | διφθογγισμού • |
accusative | διφθογγισμό • |
vocative | διφθογγισμέ • |
Synonyms
[edit]- διφθογγοποίηση f (difthongopoíisi)
Related terms
[edit]- δίφθογγος (dífthongos, “diphthong”)