διευθυντής
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From διευθύνω (diefthýno).
Noun
[edit]διευθυντής • (diefthyntís) m (plural διευθυντές, feminine διευθύντρια)
Declension
[edit]Declension of διευθυντής
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | διευθυντής • | διευθυντές • | |
genitive | διευθυντή • | διευθυντών • | |
accusative | διευθυντή • | διευθυντές • | |
vocative | διευθυντή • | διευθυντές • | |
* There are literary singular forms: gen.:διευθυντού and voc.:διευθυντά * and uncommon plural colloquialisms: διευθυντάδες and gen.:διευθυντάδων |
Synonyms
[edit]- μάνατζερ m or f (mánatzer)
Related terms
[edit]- see: διευθύνω (diefthýno, “to manage, to organise”)