διερμηνευτή
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]διερμηνευτή • (diermineftí) m
- genitive singular of διερμηνευτής (diermineftís)
- accusative singular of διερμηνευτής (diermineftís)
- vocative singular of διερμηνευτής (diermineftís)
διερμηνευτή • (diermineftí) m