διαχειριστές
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]διαχειριστές • (diacheiristés) m
- nominative plural of διαχειριστής (diacheiristís)
- accusative plural of διαχειριστής (diacheiristís)
- vocative plural of διαχειριστής (diacheiristís)
διαχειριστές • (diacheiristés) m