διαφωτισμός
Jump to navigation
Jump to search
See also: Διαφωτισμός
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from διαφωτίζω (diafotízo) + -μός (-mós), a calque of German Aufklärung.[1]
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]διαφωτισμός • (diafotismós) m
Declension
[edit]Declension of διαφωτισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διαφωτισμός • | διαφωτισμοί • |
genitive | διαφωτισμού • | διαφωτισμών • |
accusative | διαφωτισμό • | διαφωτισμούς • |
vocative | διαφωτισμέ • | διαφωτισμοί • |
Derived terms
[edit]- Διαφωτισμός m (Diafotismós)
- διαφωτιστής m (diafotistís), διαφωτίστρια f (diafotístria)
- διαφωτιστικός (diafotistikós)
Related terms
[edit]References
[edit]- ^ διαφωτισμός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language