διασωληνώνομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]διασωληνώνομαι • (diasolinónomai) passive (past διασωληνώθηκα, ppp διασωληνωμένος, active διασωληνώνω)
- to be intubated
Conjugation
[edit]- see this verb's full conjugation at: διασωληνώνω (diasolinóno)