Jump to content

διαρρήκτης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

διαρρήκτης (diarríktism (plural διαρρήκτες)

  1. (crime) burglar, cat burglar

Declension

[edit]
singular plural
nominative διαρρήκτης (diarríktis) διαρρήκτες (diarríktes)
genitive διαρρήκτη (diarríkti) διαρρηκτών (diarriktón)
accusative διαρρήκτη (diarríkti) διαρρήκτες (diarríktes)
vocative διαρρήκτη (diarríkti) διαρρήκτες (diarríktes)

Synonyms

[edit]
[edit]